Κρατάς μυστκό;

 Κρατάς μυστικό;
 Του Γιάννη Φιλιππίδη από την Άνεμος Εκδοτική. 
   Κρατάς μυστικό; Με ερωτηματικό ο τίτλος του βιβλίου, αλλά εγώ δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, ότι ο Γιάννης με εξέπληξε με ετούτη την ιστορία. Ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν δεκατρία χρόνια –από τα πρώτα του Γιάννη- το οποίο μας αποδεικνύει για ακόμη μια φορά, πως τα βιβλία δεν έχουν ημερομηνία λήξης , γεγονός που έχει αποδειχθεί άλλωστε πολύ πιο πριν, από τους κλασσικούς. 
  Αν διαβάσει κάποιος επιδερμικά την ιστορία, θα μπορούσε να την κατατάξει στις ιστορίες του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Το βιβλίο αναδεικνύει τις διαχρονικές παθογένειες της αθάνατης ελληνικής οικογένειας και της κοινωνίας. Μία από τις αποδείξεις των αναχρονιστικών καταβολών, η ηρωίδα του Γιάννη, η Λαμπρινή, που παρότι πέρασε την ζωή της πάνω από τις μαρμελάδες, δεν κατάφερε να γλυκάνει την ψυχή της, ούτε το στυφό στόμα της, που ξερνούσε μονίμως φαρμάκι. Γιατί η Λαμπρινή δεν αγαπούσε κανέναν και δεν την αγαπούσε κανείς, αφού αντιπαθούσε η ίδια τον εαυτό της. Η Λαμπρινή απαρνιόταν την ομορφιά και την αγάπη, μα την ονειρευόταν και την αναζητούσε απελπισμένα στις ιστορίες αγάπης που διάβαζε στα κρυφά και τις οποίες κατόπιν έκαιγε, για να μην τύχει και αντιληφθεί κάποιος την αδυναμία της. Μια γυναίκα σκληρή που επειδή βοήθησε οικονομικά τον αδερφό της Αντώνη, θεωρούσε πως είχε δικαίωμα να του ορίσει ολόκληρη την ζωή και να γίνονται όλα όπως διέταζε εκείνη.

  Κι από την άλλη η Αλεξάνδρα. Μια καλόκαρδη καλλονή που κατασπατάλησε τα νιάτα της στον σκάρτο Αντώνη, ο οποίος φιλούσε σαν τον Ιούδα και της έριχνε στάχτη στα μάτια συστηματικά και ανενδοίαστα, ώσπου να την εγκαταλείψει οριστικά εκείνη και την κόρη της. Ώσπου η καλλονή άρχισε να χάνει το φως της και να ψηλαφεί στο μισοσκόταδο, σκοντάφτοντας στα απομεινάρια της διαλυμένης ζωής της. Η Αλεξάνδρα και η κόρη της Άννα. Οι κεντρικές ηρωίδες σε αυτό το κοινωνικό μυθιστόρημα, που άνετα θα το ονόμαζα ψυχογράφημα, αφού ο Γιάννης ξεδιπλώνει τις πιο βαθιές πτυχές του χαρακτήρα τους. Τίποτα δεν κρύβουν από τον εαυτό τους, μα όλα τα κρύβουν από τους άλλους. Μια μάνα και μια κόρη, που δεν αντέχει η μία την άλλη, μα που καμία δεν αντέχει χωρίς την άλλη. Δυο γυναίκες με τόσο ίδιες προσωπικότητες, αλλά και τόσο διαφορετικές, που συγκρούονται διαρκώς στην προσπάθεια τους να συνυπάρξουν. Δυο φιγούρες που στην προσπάθεια τους να εναντιωθούν στο μοιραίο, βρίσκονταν διαρκώς στο περιθώριο, χάνοντας το παρόν… 

 Ειδικά η Άννα. Αυτή η πανέξυπνη και ατίθαση κόρη της Αλεξάνδρας που αλωνίζει στις σελίδες του βιβλίου και σαρώνει τη σκέψη του αναγνώστη με όσα λέει και πράττει. Η δωδεκάχρονη Άννα αναλαμβάνει όλη την φροντίδα της ανήμπορης πλέον μάνας, αλλά και την ευθύνη για τον επιούσιο, ώστε να μη τις χωρίσει η ανάλγητη κοινωνική «πρόνοια». Μια πρόνοια που στοχοποιεί ανήμπορους και απροστάτευτους, μέσα σε ψυχρά κτήρια με εξίσου ψυχρούς διοικούντες. Για αυτό η Άννα αρχίζει να κλέβει μεθοδικά την τύχη, τις τράπεζες και τα μεγάλα τραστ κάτω από την μύτη της μάνας της, κλέβοντας συντοχρόνως και τον ίδιο της τον εαυτό, για να μην αποκαλυφθεί ποτέ η αλήθεια της. Απομακρύνεται από φίλους και γνωστούς –πράγμα πανεύκολο άλλωστε, αφού όλοι είχανε απομακρυνθεί ήδη από όταν άρχισαν να δυστυχούν εκείνη και η μητέρα της. Κι εδώ ο Γιάννης πετσοκόβει με αιχμηρές αφηγήσεις τα κοινωνικά στάνταρ των ανθρώπων που κατακρίνουν, κουτσομπολεύουν, φθονούν και κυρίως αποστρέφονται αυτόν από τον οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα πλέον. Από την μόνη που δεν κρατάει μυστικά η Άννα, είναι η οθόνη του υπολογιστή της… Σε αυτή ομολογεί τα πάντα, ακόμη κι αυτά που κρύβει από τον εαυτό της.

  Κι εγώ λάτρεψα περισσότερο από όλα, αυτή την απολογητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Άννας. Εκεί ο Γιάννης δεν βάζει περιορισμούς στην πένα του. Μέσα από αυτό το λογοτεχνικό μανιφέστο, αναδεικνύει πως το μεγαλύτερο λάθος, το πιο καταστροφικό, το κάνει κάποιος όταν δεν ξέρει που και πότε να σταματήσει, όπως η Άννα, που αν και πάμπλουτη, είναι φτωχή. Που ενώ δείχνει ατρόμητη, μέσα της τρέμει σαν το σπουργίτι. Η Άννα που, βρίσκεται πάντα αντιμέτωπη με τις ενοχές της, τα ψέματα και τα διλήμματα, κάθε που συναντιέται με τον εαυτό της, μπροστά από την οθόνη της...

 «Δεν εμπιστεύομαι τους υπολογιστές, τα χαρτιά και τα τετράδια που μπορεί κάποτε να τα διαβάσουν άλλοι, αλλά παρά την όποια επιθυμία μου, κάπου πρέπει να μιλήσω. Κάπου πρέπει να τα βγάλω, να αποθέσω σκέψεις. Νομίζω πως δεν γίνεται αλλιώς… Δεν είμαι ώριμη. Δεν είμαι έφηβη. Δεν είμαι παιδί. Δεν βασίστηκε ποτέ στις μύχιες σκέψεις μου. Μόνο το ένστικτο με οδήγησε. Αυτό που προστατεύει τα αγρίμια στις αχανείς πατρίδες των ζώων. Δεν βασίστηκα ποτέ μου σε άλλους. Μόνο στην μάνα. Δεν με άγγιξαν ξένα χέρια. Δεν με φίλησαν φίλοι. Φίλοι που δεν έτυχε ποτέ μου να αποκτήσω κι έφταιξα εγώ για αυτό. Αλλά γέμισα έναν ολόκληρο ουρανό με τα κρυφά όνειρα μου. Ένας θόλος τεράστιος, απέραντος, απλησίαστος, γεμάτος από τα δικά μου προχειρογραμμένα σημειώματα. Δεν προτίμησα ποτέ κανένα… Απέναντι στην αύρα μου που έζωσα με αγκάθια, θυρίδες, βιβλιάρια τραπέζης και κρυψώνες με ανομολόγητα χρηματικά ποσά. Λεφτά που μαζεύτηκαν δεσμίδα τη δεσμίδα, αγωνία την αγωνία». 

 «Η καρδιά μου δεν χωρίζεται σε τέσσερα μέρη όπως των κοινών ανθρώπων, μόνο σε δύο. Βορράς και νότος. Ανατολή και δύση. Ψέματα κι αλήθεια. Λιακάδα και νύχτα. Χαμόγελο και πόνο. Θάρρος και φόβο. Λουλούδι και σκουπίδι. Ελάφι κι αγρίμι, πρόβατο ήμερο και άγριος λύκος. Συμπαθητική και σκρόφα. Χαρούμενη ή δυστυχισμένη ανεπανόρθωτα. Αθώα και ένοχη για το καθετί, εγώ. Κι η Αλεξάνδρα που δεν έφταιξε ποτέ σε τίποτα, αλλά πληρώνει τα πάντα. Σε ληξιπρόθεσμες επιταγές, σε καθημερινά αγκομαχητά που δεν ακούγονται από τις ανοιχτές στον ήλιο μπαλκονόπορτες, σε στιγμιαίους ιδρώτες που σκουπίζει με τις παλάμες της για να μην φανούνε». 

«Μια ύπαιθρο λαχτάρησα. Κάμπο μεγάλο, ατέλειωτο, ν’ αρπάξω ένα σοφό άλογο να δραπετεύσω ως την δύση του ήλιου. Να σφίγγω τα γόνατα μου στη ράχη του, να μου επιτρέπει να το οδηγώ. Να με βοηθήσει να φύγω. Με ταχύτητα μεγάλη, ώσπου να γίνω μια κουκκίδα σε ένα τεράστιο πλάνο σινεμασκόπ, αυτό ναι. Να μην με ξαναδεί ποτέ κανείς από κοντά. Να σφυρίζω ένα τραγούδι χωρίς φανερούς στίχους και να φεύγω. Να φεύγω και να χαλαρώνω. Να χαλαρώνω και να επιτρέψω πια στο μυαλό μου να σκέφτεται. Να σκέφτεται και να μη φοβάται. Να μη φοβάται και να αφήσει πια ελεύθερα τα μάτια μου. Χιλιάδες μίλια πιο χαμηλό απ’ τον Θεό. Ή μια ανάσα μόνο μακριά Του». 

   Θα σταματήσω εδώ γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερα από την πλοκή του έργου. Ούτε θα επαναλάβω το γνωστό που διατείνεται πως ενώ έχει πλούσιο λεξιλόγιο χρησιμοποιεί γλώσσα απλή, γιατί πολύ απλά αυτά τα δυο δεν συμβαδίζουν. Ούτε θα ισχυριστώ ότι η ιστορία ρέει αβίαστα, αφού ο συγγραφέας έπρεπε να ακολουθήσει τους βραδείς ρυθμούς που χαρακτήριζαν την ζωή της παροπλισμένης πλέον Αλεξάνδρας. Άλλωστε στάθηκα αρκετές φορές σε σημεία που με εντυπωσίασαν, ψάχνοντας να δω πίσω από τις γραμμές… Θα πω μόνο ότι το ‘κρατάς μυστικό, είναι ένα βιβλίο που μου άρεσε ιδιαίτερα, με προβλημάτισε και μου δημιούργησε έντονα συναισθήματα, όπως αυτό της απώλειας, του θυμού για τις αδικίες, και την αγωνία για την συνέχεια της μικρής Άννας. Μου έβγαλε όμως και αρκετό γέλιο. Οι ατάκες στους διαλόγους ήταν ευφυείς και σαρκαστικοί… Μπράβο Γιάννη!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένα ποίημα, μια ιστορία

Μια ιστορία για λίγους.

Αντίστροφη μέτρηση.