Μια ιστορία για λίγους.
Norella
Συγγραφέας Μαρία Τσαβαλά.
Εκδόσεις Διάνοια.
Σελίδες 470
Η συγγραφέας Μαρία Τσαβαλά περιγράφει το έργο της ως “γκρίζο παραμύθι”, χαρακτηρισμός φαινομενικά αντιφατικός. Γιατί ενώ το παραμύθι αποτελεί σύμβολο του φαντασιακού και του παιδικού, εδώ χρωματίζεται με την αμφισημία και τη σιωπή που διακατέχει τη μουντάδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ίσως αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος: να αφηγηθεί έναν κόσμο που δεν απαρτίζεται μόνο από άσπρο-μαύρο αλλά και από σκιές που δεν φωτίζονται ποτέ πλήρως, από συναισθήματα που δεν ονομάζονται εύκολα, αλλά και από επιλογές που ούτε δικαιώνονται ούτε καταδικάζονται.
Γιατί το γκρίζο της Μαρίας, συμβολίζει αυτό που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε: τα σημεία όπου προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν, όχι επειδή δεν τα βλέπουμε, αλλά επειδή δεν αντέχουμε να τα αναγνωρίσουμε. Εκεί ακριβώς στέκεται το βιβλίο της με βλέμμα σταθερό, σχεδόν προκλητικό, απέναντι σε όσα οι άνθρωποι συνηθίζουν να σπρώχνουν κάτω από το χαλί. Η Μαρία πιάνει την πένα και πότε την χρωματίζει ποιητικά εξυμνώντας την μαγεία του έρωτα και πότε την απογυμνώνει, αφήνοντας τις αιχμηρές της πλευρές να βυθιστούν σε έναν κόσμο όπου οι γονείς θυσιάζουν τα παιδιά τους στον βωμό της κορυφής, για να τους καταπιεί τελικά το πιο ερεβώδες σκοτάδι. Ωστόσο εδώ, δεν πρόκειται για έναν κόσμο απόλυτης μαγείας ή σκοτεινότητας· αλλά για έναν ενδιάμεσο τόπο, όπου καθορίζεται από τα όρια της ψυχής. Το συγκεκριμένο παραμύθι δεν έχει ένα τυχαίο χρώμα, αλλά συμβολίζει την γκρίζα ζώνη που βρίσκεται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στην πρόθεση και την πράξη, στην αγάπη και το μίσος, την τόλμη και τον φόβο.
Σε αυτό το παραμύθι, η φαντασία δεν διαχωρίζεται από την πραγματικότητα, αντίθετα, την διαπερνά και την απογυμνώνει. Εκεί, στις γκρίζες ζώνες της ύπαρξης, οι χαρακτήρες δεν φορούν μάσκες για να εξαπατήσουν, αλλά για να προστατευτούν, κι εμείς ως αναγνώστες δεν ξέρουμε αν αυτό που κρύβουν είναι η αλήθεια τους ή ένα επινοημένο ψέμα. Μα ίσως, όπως και στη ζωή, να μην έχει τόση σημασία η διάκριση, καθώς το γκρίζο δεν είναι αδυναμία, αλλά ο μόνος τόνος όπου συνυπάρχει το φως και η σκιά. Η Norella είναι ένα βιβλίο όπου ισορροπεί με αριστοτεχνική μαεστρία ανάμεσα στο μεταφυσικό στοιχείο και στο αθέατο κοινωνικό γίγνεσθαι, φτάνοντας μέχρι το σκοτεινό ψυχολογικό τοπίο της ανεξερεύνητης ψυχής. Πρόκειται για ένα έργο που ξεφεύγει από τα όρια της παραδοσιακής αφήγησης, για να βυθιστεί σε έναν κόσμο όπου το υπερφυσικό στοιχείο δεν είναι απλώς φόντο, αλλά ζωντανό κομμάτι της ψυχής των χαρακτήρων.
Είναι ένα παραμύθι για ώριμους και απαιτητικούς αναγνώστες, οι οποίοι τολμούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους σε παραμορφωτικό καθρέφτη ακόμη και όταν η αντανάκλαση τρομάζει. Κι εδώ είναι το εντυπωσιακό με την συγκεκριμένη συγγραφέα, η οποία παρά το νεαρό της ηλικίας της, δεν διστάζει να καταπιαστεί με βαριά θέματα όπως: ο σατανισμός ο οποίος δεν εμφανίζεται απλώς ως θρησκευτικό ή αιρετικό στοιχείο, αλλά ως συμβολική έκφραση της ανάγκης του ανθρώπου να αντισταθεί, να αμφισβητήσει ή και να χαθεί στην αναζήτηση του νοήματος. Ο αλκοολισμός παρουσιάζεται επίσης ρεαλιστικά και απογυμνωμένος από ρομαντισμούς, ως μέσο φυγής και τιμωρίας ταυτόχρονα. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη σύγχρονη woke ατζέντα, δείχνοντας την βίαιη πολλές φορές σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο. Ένα κοινωνικό και χωρίς καταγγελτικό ύφος καθρέφτισμα της συγγραφέως, που αντανακλά την ανάγκη για αποδοχή και ταυτότητα, μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και παράλληλα καταρρέει.
Το ύφος της γραφής της είναι τρυφερό, λυρικό, ωμό, σκοτεινό και έντονα ατμοσφαιρικό, ενώ η αφήγηση σε κρατά σε μια διαρκή αμφιβολία, για το τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό. Για το αν υπάρχει σωτηρία ή απλώς μια αέναη βύθιση στην ηθική και υπαρξιακή ασάφεια.
Ο κεντρικός ήρωας, με το μισό καμένο πρόσωπο, αποτελεί ένα ζωντανό συμβολισμό της εσωτερικής δυαδικότητας και της διττής φύσης του ανθρώπου, όπου το καλό και το κακό συνυπάρχουν μέσα του, όχι ως αντίθετες δυνάμεις, αλλά ως διαφορετικές όψεις της ίδιας συνείδησης. Η παραμόρφωση του προσώπου του ήρωα Oscuro, αντανακλά την βαθιά διαστρέβλωση της κοινωνίας, καθώς και τις ολέθριες συνέπειες των «ύποπτων» επιρροών που τον διαμορφώνουν.
Κι όμως, μέσα στη στάχτη και την παρακμή, υπάρχει ένα αίσθημα που επιμένει να βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού: η αγάπη. Όχι η αγάπη ως ρομαντική εξιδανίκευση, αλλά ως πράξη αυταπάρνησης, ως η μόνη φλόγα που ενώ φωτίζει, δεν καταστρέφει.
Η συγγραφέας μας περνάει μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια του σατανισμού, του εθισμού, και της κοινωνικής διάλυσης, εξυμνώντας στο τέλος μια αγάπη, όχι ως συναίσθημα ή προσδοκία, αλλά κυρίως ως πράξη και ύστατη υπέρβαση. Μια αγάπη λυτρωτική που αποτελεί το μόνο τελικό καταφύγιο μέσα στο χάος, ως ένδειξη αλλά και υπενθύμιση, ότι ακόμα κι αν όλα δείχνουν χαμένα, η καρδιά θα βρει τρόπο να σώσει… Η Norellia δεν είναι μια απλή ηρωίδα· είναι μια τραγική φιγούρα γεμάτη ρωγμές, φως και σκοτάδι. Όταν ο Σαντιάγκο — ο μεγάλος της έρωτας — βρίσκεται παγιδευμένος στον πιο ακραίο ηθικό, φυσικό και μεταφυσικό κίνδυνο, εκείνη δεν διστάζει να ανταλλάξει τον ίδιο της τον εαυτό για να τον σώσει. Προσφέρεται να θυσιαστεί, όχι από αδυναμία, αλλά από την ανίκητη δύναμη μιας αγάπης που ξεπερνά κάθε ένστικτο επιβίωσης. Η επιλογή αυτή, βαθιά αντι-ρομαντική με την κλασική έννοια, φέρει μέσα της τη μεγαλοσύνη και την αγριότητα της πραγματικής αυταπάρνησης.
Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές όπου η αγάπη γίνεται καταστροφική, αφού η πορεία ενός ανθρώπου διαμορφώνεται κυρίως στην αφετηρία του, σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής του και από τον τρόπο που γαλουχήθηκε. Ο λόγος για τη μάνα του Σαντιάγκο, ίσως την πιο αμφιλεγόμενη μορφή του έργου: μια γυναίκα που ενώ αγαπά τόσο, παρουσιάζεται ως απίστευτα σκληρή και βάναυση, προκειμένου να αποτρέψει μια μεγαλύτερη καταστροφή, σύμφωνα με τη δική της περιορισμένη αντίληψη. Γιατί η αγάπη, όταν ξεπερνά το μέτρο του ανθρώπινου, παύει να είναι δημιουργική. Εκεί η Μαρία αποτυπώνει τις αλήθειες με τρόπο συγκλονιστικό. Δεν κατηγορεί, ούτε εξιδανικεύει, απλά περιγράφει την ωμότητα με τρόπο που σε πετσοκόβει.
Η Μαρία, μας παραδίδει μια ιστορία που τολμά να εισχωρήσει σε περιοχές που πολλοί συγγραφείς φοβούνται ακόμα και να κοιτάξουν, Κάθε σελίδα της είναι μια πράξη θάρρους, όχι μόνο από τη μεριά της ηρωίδας, αλλά και της ίδιας της συγγραφέως. Με πένα που δεν φοβάται, μας τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια χωρίς να ζητά συγνώμη, με σκοπό να μας φανερώσει έναν κόσμο όπου το υπερφυσικό μπλέκεται με το βαθιά ανθρώπινο και όπου οι επιλογές έχουν κόστος βαρύ και αναπόφευκτο, ώσπου οι ήρωες της να φτάσουν στην βαθιά συνείδηση και ωριμότητα.
Συγχαρητήρια Μαρία!
Καλοτάξιδo!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου