Μια συνηθισμένη γυναίκα. Νουβέλα

  

Κεφάλαιο πρώτο



Είναι αρχές Αυγούστου του 2010 και ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια της τελευταίας δεκαετίας. Ο καύσωνας του Ιουλίου έχει καβατζάρει στον Αύγουστο, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση τις ανυπόφορες κάψες του. Ο υδράργυρος παραμένει πεισματικά σκαρφαλωμένος στους σαράντα βαθμούς και δεν εννοεί να κατέβει ούτε τα βράδια.

«Πατέρα εγώ θα πάω για μπάνιο σήμερα, ο κόσμος να χαλάσει» δηλώνω στον χειρουργημένο πατέρα μου πρωί, πρωί κι ανασκουμπώνομαι να τελειώσω τις δουλειές και την φροντίδα του.

 Η λήξη των υποχρεώσεων σφυρίζει την ώρα που η μέρα βρίσκεται στον απόγειο του θερμοκρασιακού της ολοκαυτώματος. Ο πατέρας παρασύρεται στην αποχαύνωση του τσουρουφλισμένου απομεσήμερου, συνοδεύοντας με το ροχαλητό του την συναυλία των τζιτζικιών. Τέλεια στιγμή για να ξεπορτίσω..

   Η κάψα με παίρνει απ’ τα μούτρα μόλις περνάω το κατώφλι της πόρτας. Η διαφορά θερμοκρασίας είναι τρομακτική, σε σχέση με την ατμόσφαιρα του κλιματιστικού. Αποφασίζω να καλύψω πεζή, την απόσταση των τριών χιλιομέτρων που απέχει το σπίτι μου από την θάλασσα. Λατρεύω την ζέστη και την νέκρα ετούτης της μισολιπόθυμης ώρας.   

  Νιώθω πολύ τυχερή που ξέμεινα στην πρωτεύουσα Αυγουστιάτικα. Η Αθήνα είναι υπέροχη τέτοια εποχή. Πυρώνει τους αμέτρητους τόνους μπετόν και γυαλιού και ξαποστέλνει κακήν κακώς, τα εκατομμύρια καφρίλας που την κατοικούν. Καραβιές κατάμεστες, σαλπάρουν απ’ το λιμάνι του Πειραιά και της Ραφήνας, για να μεταβούν στα νησιά και να τα κανιβαλίσουν. Μικρά και μεγάλα νησιά, που τα παίρνει και τα σηκώνει ο θυελλώδης πρωτευουσιάνικος άνεμος.. Τόσο που κάνουν ένα χρόνο για να συνέλθουν από την επέλαση του  πολιτισμένου τυφώνα.

 Σαν κυνηγημένοι εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ, λες και φταίει εκείνο για τις ταλαιπωρίες τους. Ενώ στην πραγματικότητα αυτοί που το ταλαιπωρούν νυχθημερόν και αδιαλείπτως, είναι οι κατοικούντες σε αυτό.. Αυτοί ρυπαίνουν την πόλη και την κάνουν πολύβουη και αδηφάγα, για να την παρομοιάζουν έπειτα με τρελοκομείο..

 Έλα όμως που αυτή γίνεται ανθρώπινη, όταν την εγκαταλείπουν οι άνθρωποι. Πόσο οξύμωρο να αποκαλύπτεται, η τεράστια όση το μέγεθος της ομορφιά, μονάχα όταν αδειάζει.Τον Αύγουστο την φωνάζουν πόλη φάντασμα, αλλά ποσώς την απασχολεί. Εκείνη παίρνει ανάσα και ξαποσταίνει μέσα στην μοναξιά της. Αποκτά εκείνο το υπέροχο χρώμα αποκέντρωσης και  πολιτισμού κι εγώ που είμαι στραβόξυλο κι εκτός συρμού,  την απολαμβάνω αφάνταστα.

 Κυριολεκτικά βράζει ο τόπος.. Βλέπω την πυρωμένη άσφαλτο, που ανεβαίνει σε καυτά κύματα και συναντιέται με τη λάβα του ήλιου, δημιουργώντας καμίνι πραγματικό. Ένα υπέροχο λιοπύρι, που χαλαρώνει γλυκά το κορμί και λιώνει όλες τις έννοιες με μαγικό τρόπο. Τα τζιτζίκια νανουρίζουν την πλάση, στέλνοντας σε ύπνο βαθύ τους ελάχιστους εναπομείναντες. Ψυχή δεν συναντώ στο πέρασμα μου. Τέλεια! Μια φανταστική μοναχική βόλτα κάτω από τον καυτό ήλιο, είναι ότι πρέπει, για τις επίσης μοναχικές μου επιδιώξεις, αφού όσο περνούν τα χρόνια, τόσο κλείνομαι στον εαυτό μου. Πολύ φοβάμαι ότι θα καταντήσω απροσάρμοστη και αντικοινωνική, αν συνεχίσω έτσι. Ότι και να είμαι πάντως, αυτή τη στιγμή νιώθω σαν να έκανα την απόδραση του αιώνα και τίποτα δεν μπορεί να μου χαλάσει τη διάθεση.. 

  Η θαλασσινή αύρα που τρυπώνει στα ρουθούνια μου, με ξεσηκώνει.  Μου προκαλεί τέτοια ανυπομονησία, που τα διακόσια μέτρα που απομένουν, φαντάζουν ατέλειωτα.,

 Ωχ Όχι!! Η μοναχική μου βόλτα καταλήγει σε διαδήλωση λουομένων. Καρφίτσα δεν πέφτει. Το μισό ανατολικό μπλοκ έχει στρατοπεδεύσει στην ακτή του Αλίμου. Οι παραθαλάσσιοι διαδηλωτές έχουνε απλώσει επάνω στις ψάθες τους, κεφτέδες, βραστά αυγά, γιαούρτια, τοστάκια και γιαρμάδες. Τα συνθήματα  που ακούγονται «δοκίμασε τούτο τον κιοφτέ να γλύφεις τα δάχτυλα σου» «έλα φάε ένα γερμά, έχει βιταμίνες» «βάλε μου λίγο γιαούρτι κάηκα» «Θανασάκη θα σε τσακίσω, φύγε από τον ήλιο» «Μαριλού μην ξαναβγάλεις το καπέλο σου σε έφαγα» ανακατεύονται με τον αοιδό που σπαράζει στο φορητό ραδιόφωνο «άτιμη κοινωνία, τι σου κάνα και με έφαγες μπαμπέσικα» επιβεβαιώνοντας τις ανυπόταχτες διαδηλωτικές διαθέσεις του κόσμου. Οι πιο  εξτρεμιστές, κρατούν ρακέτες και πετούν το μπαλάκι σαν να είναι χειροβομβίδα. Πότε, πότε, στέκονται τυχεροί και πετυχαίνουν στόχο. Σπλατς!  Πέφτει η μπάλα στο γιαούρτι  και γίνεται της γιαουρτοκολάσεως. Άλλες φορές πάλι, η τύχη τους ευνοεί τα μέγιστα και πετυχαίνουν κάποιο μάτι...

  Ως συνέχεια του απερίγραπτου κάλλους,  κορμιά  κείτονται  ξαπλωμένα κάτω απ’ τον ήλιο, παριστάνοντας τις σαύρες που αλλάζουν δέρμα. Κάποια άλλα, παριστάνουν τα μπαρμπούνια κι αλείβονται με λάδι, γυρνώντας κάθε δέκα λεπτά για να ξεροψηθούν παντού. Αμέτρητοι κώλοι κάθε σχήματος και μεγέθους , έχουνε χώσει τα μαγιό μέσα στη χαραμάδα τους και ψήνουν την κυτταρίτιδα  για να πάρει το χρώμα της σοκολάτας. Τώρα αν κάποιος  σκοντάψει  σε καμιά απλωμένη αρίδα και πέσει πάνω τους, θα τα ακούσει κι από πάνω. Κάποιοι άλλοι πάλι, που έχουν αποκτήσει ήδη, το skin chocolate style, λαγοκοιμούνται κάτω από τις ομπρέλες, ενώ κάποιοι άμοιροι, προσπαθούν να διαβάσουν χωρίς καμία ελπίδα το βιβλίο τους.

  Έπειτα το μάτι μου πέφτει  στο νερό και μου έρχεται να κάνω μεταβολή και να πάω από εκεί που ήρθα.. Εκεί γίνεται το «βγες  εσύ να χωρέσω κι εγώ»

 Όσο κοιτάζω, πισωπατώ ασυναίσθητα. ‘Άντε κυρά μου! Μην γίνεσαι ψηλομύτα! Διασκέδασε το. Ρίξε μια βουτιά και φεύγεις, Αμάν!’ με κράζει ο εαυτός μου, με κράζει και η κυριούλα, που πέφτω επάνω της καθώς κάνω όπισθεν. «Σιγά στραβομάρα!»  μου φωνάζει, και οι φωνές της γίνονται τσιρίδες την ίδια στιγμή, καθώς το ευλογημένο μπαλάκι του τένις, την πετυχαίνει στο μάτι.

Το δικό μου πάλι, εντοπίζει την μοναδική άδεια ξαπλώστρα. Βγάζω τα ρούχα μου και μπαίνω στο νερό χωρίς βουτιά, για να γλιτώσω τα κάτουρα του πλήθους. Αρχίζω τις γρήγορες απλωτές και φτάνω στις σημαδούρες. « Μπράβο καλοί μου άνθρωποι που δεν έρχεστε παραμέσα» μουρμουρίζω και αφήνομαι στην άνωση του νερού, κλείνοντας τα μάτια..  Χάδι και βάλσαμο για το ταλαιπωρημένο μου κορμί, ετούτο το κρεβάτι, που λικνίζεται απαλά στο ζεστό αγέρι.

 Αυτό δεν ήταν καλοκαίρι. Ήταν οι σαράντα σφαλιάρες και τα σαράντα κύματα.. ‘Όχι! Στοπ! Στα τσακίδια όλα! Σταμάτα επιτέλους να σκέφτεσαι!  Οι μέρες αυτές πέρασαν και δεν θα τις κουβαλάς άλλο πάνω σου.  Μην ξεχνάς και την απόφαση που πήρες, με κράζει ευθύς αμέσως ο εαυτός μου.

Είπαμε, από σήμερα ξεκινάς να μεθοδεύεις τις αποφάσεις σου και δεν θα κάνεις πίσω. Για αυτό σκάσε και κολύμπα! Με διατάζει και αρχίζω πάλι τις απλωτές, για την ακτή αυτή την φορά. Λαχταράω όσο τίποτα, να παραστήσω κι εγώ την αποχαυνωμένη  σαύρα που αλλάζει πέτσα. Να χαλαρώσω μοστράροντας κι  εγώ την δική μου κυτταρίτιδα. Στο φινάλε πιο ωραία κυτταρίτιδα έχουν οι άλλες; Με παρηγορώ και βγαίνω από την θάλασσα κατευθυνόμενη προς την ξαπλώστρα μου. Μερικά βήματα πριν φτάσω όμως, αντιλαμβάνομαι τον νεαρό που με κοιτάζει  επίμονα.

«Τι γυναικάρα είσαι εσύ μανάρι μου;» ψιθυρίζει σαν ξελιγωμένος και τα σάλια του τρέχουν σαν τα νερά από το βρεγμένο  κορμί μου. Με κοιτάζει δε τόσο διαπεραστικά, που θεωρώ  το σεξ μαζί του περιττό.. Το βλέμμα του, μου  τρυπάει τα συκώτια, την πλάτη και φτάνει μέχρι απέναντι στον ορίζοντα.. ‘Να δεις που κάποια δίμετρη, η οποία με περνάει ένα κεφάλι, στέκεται από πίσω μου και χαμπάρι δεν πήρα’ σκέφτομαι με κομμένη την ανάσα. Είμαι μάλιστα τόσο σίγουρη, ότι δεν κοιτάζει εμένα που στρέφω το κεφάλι μου  για να δω το  δίμετρο θηλυκό σατανά. Αυτόν που εξ αιτίας του ζω τώρα αυτό το δράμα..

  Αχ, το αγόρι μου, τι κρίμα να έχει εξασθενήσει η όραση του από τόσο νωρίς. Γιατί  πάνω από τριάντα πέντε δεν είναι. Κι αυτό το λέω, επειδή καμία δίμετρη δεν στέκεται πίσω μου. Και δεν είναι ούτε αλλήθωρος. Το βλέμμα αυτού του ημίθεου, είναι καρφωμένο επάνω μου.

Ωστόσο συνεχίζει να με μπερδεύει γιατί με είπε μανάρι, φράση που προορίζεται για τις καλοθρεμμένες αρνάδες. Εκείνες που είναι έτοιμες για σφάξιμο. Ενώ εγώ ζυγίζω σκάρτα πενήντα κιλά.  ‘Γιατί μάνα μου με μπερδεύεις την καψερή; Δεν βλέπεις ότι δεν είμαι για πολλά, πολλά;’ του παραπονιέμαι νοερώς.. ‘Γιατί κολασμένα όμορφο παλικάρι, μου τρυπάς τα σωθικά και με στέλνεις στο σταυροδρόμι της ακολασίας; Είμαι εγώ για διλήμματα του τύπου, να γίνω τεκνατζού ή να μην γίνω; Πως θα επιζήσω τώρα με τρύπια  σωθικά;  Νομίζεις περισσεύουν μπαλώματα; Στήνει νοερό πάρτι ο σαρκασμός μου.

Τελικά υπάρχει και Θεός, εκτός από ημίθεους.. Ο Ένας και Μεγαλοδύναμος που επεμβαίνει και με βγάζει από το σταυροδρόμι της αμαρτίας, την ίδια στιγμή. Δεν προλαβαίνω ούτε τη πετσέτα να πιάσω, ώστε να μου δώσω χρόνο να σκεφτώ το φλέγον δίλημμα που κάθεται μπρος μου και  χτυπάει το κινητό μου. Στην οθόνη εμφανίζεται η επαφή με το προσωνύμιο ‘ο κούκλος μου’. Για αυτόν τον κούκλο μπορώ να πάω στον παράδεισο και στην κόλαση και φυσικά δεν τίθεται ποτέ δίλημμα, για το αν θα απαντήσω στις  κλήσεις του. Πρώτο ντριν.. Δεύτερο δεν έχει, εκτός κι αν πεθαίνω. Σκύβω στην τσάντα μου και τσακίζομαι να το πιάσω, προσθέτοντας ως ανάλγητη σκύλα κι άλλο σάλιο στην λίμνη του θνητού θεού, που πνίγεται παραδίπλα μου.. 

« Ομορφιά μου »

«Γεια σου  μάμυ . Που είσαι;»

« Για μπάνιο»

« Ξέρεις ο μπαμπάς δεν είναι καλά»

 Τι είπα το πρωί; Πως θα πάω για μπάνιο ο κόσμος να χαλάσει; Σκατά στο στόμα μου, μονολογώ νοερώς, ενώ η φωνή μου ρωτά.

 «Ποιος μπαμπάς ψυχή μου, ο δικός μου ή ο δικός σου;»

«Ο δικός μου. Που έχεις πάει;» 

«Στην Ακτή του Ήλιου, αγόρι μου.  Είπα  να χαλαρώσω λίγο.  Λοιπόν, ξεκινάω αμέσως ,αλλά θέλω μισή ώρα  για να φτάσω. Ήρθα με τα πόδια»  του λέω, ενώ μαζεύω ήδη τα πράγματα μου.

«Θα έρθω να σε πάρω με τη μηχανή. Έλα προς την λεωφόρο» μου λέει και κλείνουμε.

 Ο κούκλος και υπαίτιος που εξαφάνισε τον καυτό  προβληματισμό  μου προ ολίγου, είναι ο δεύτερος γιος μου, ο Αλέξανδρος, τον οποίο θα σας τον περιγράψω εν τάχει, μιας και ντύνομαι εν κινήσει σαν καταδρομέας. Γιατί όταν ακούς επείγον, δεν χάνεις χρόνο με ερωτήσεις. Αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν πολύ καλύτερα να καθυστερούσαμε λίγο. Έστω κι ένα λεπτό.. Αλλά δεν το ξέραμε και ούτε μπορούσαμε να το φανταστούμε. Η διαίσθηση όμως ήξερε. Αυτή πάντα γνωρίζει κι ας μην την υπολογίζουμε πάντα. Με το που κλείνω το τηλέφωνο με ζώνουν τα φίδια. Μια αντιπαθητική  ανεξήγητη ανησυχία, με κυκλώνει από το πουθενά. Ξαφνικά φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί αυτός ο φόβος πάντα δικαιώνεται…

Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένα ποίημα, μια ιστορία

Μια ιστορία για λίγους.

Αντίστροφη μέτρηση.