Νουβέλα "Μια συνηθισμένη γυναίκα "




 Έχω ντυθεί πια και τρέχω για να φτάσω στο σημείο συνάντησης που έχουμε συμφωνήσει με τον Αλέξανδρο. Η αμυδρή εντύπωση, πως ετούτο το καλοκαίρι έχει βαλθεί να με εξοντώσει, ελαττώνεται καθημερινά, απ’ τις χειροπιαστές βεβαιότητες.. Και είναι τόσες πολλές, που όσο κι αν αντιστέκομαι στις προειδοποιήσεις της διαίσθησης μου, τα γεγονότα που προηγήθηκαν ξεφωνίζουν πως έχει δίκιο.

  Καλώ πάλι τον Αλέξανδρο. Ανώφελο. Προφανώς βρίσκεται καθ’ οδόν και δεν το ακούει. Είναι βλέπεις κι αυτός του κατεπείγοντος, σαν κι εμένα. Ένα  αγόρι που το γέννησαν άγγελοι και το έστειλαν να ομορφύνει την πλάση.  Το μουτράκι του  στολίζουν δύο τεράστια γαλάζια αμύγδαλα κι εκπέμπουν όλο το φως του κόσμου όταν τα κοιτάς. Μωρό φορούσε στάχυα στα μαλλιά και μια ευαισθησία στη ψυχή που με έκανε να ανησυχώ. Φοβόμουν ότι δεν θα τα βγάλει πέρα, σε αυτή τη ζούγκλα που τον έφερα. Ένα πλάσμα, που ακόμη και τις καφρίλες του κόσμου, τις αντιμετωπίζει με έναν μοναδικό τρόπο.

 Βγαίνω στην παραλιακή λεωφόρο και περνάω απέναντι τρέχοντας, ενώ εκείνος έχει ήδη φτάσει και με περιμένει. ‘Ευτυχώς φοράει κράνος’ σκέφτομαι και ανεβαίνω στην μηχανή, παραβλέποντας τον εαυτό μου που είναι μισόγυμνος, με ένα κοντό φουστανάκι θαλάσσης και σαγιονάρες.

  Σκάρτα τρία χιλιόμετρα απόσταση μέχρι το σπίτι. Ούτε ο μικρός θα φόραγε κράνος, αν δεν είχε πάθει ότι έπαθε πριν λίγο καιρό, ακριβώς επειδή δεν το φορούσε. Τώρα αρχίζει και συνέρχεται. Κι όχι τίποτα άλλο, ήρθε με άδεια από την Κύπρο που υπηρετεί και την έβγαλε στο νοσοκομείο ο έρμος.

  Η μηχανή καταπίνει τα μέτρα κι εγώ αναλογίζομαι μέχρι που μπορεί να σε στείλει μια πεντάλεπτη βόλτα μαζί της. Αυτά που μπορεί να συμβούν ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Μάλιστα είναι κάποιες φορές που σκέφτομαι, πως οι Ερινύες είναι πραγματικά ζηλόφθονες. Με αυτό που σε κάνει να χαίρεσαι, με αυτό και σε χτυπάνε.

Ο Αλέξανδρος υπηρετεί στο σώμα τεθωρακισμένων στην Κύπρο και είχα ένα πεντάμηνο να τον δω. Όταν με ειδοποίησε ότι ανεβαίνει με δεκαπενθήμερη τιμητική άδεια, πέταξα απ’ την χαρά μου. Μια χαρά που γίνηκε απροσμέτρητη στενοχώρια, δύο μέρες μετά την άφιξη του.‘Ήταν μια θαυμάσια μέρα του Ιουνίου, όταν αποφάσισε να κάνει μια βόλτα, αρνούμενος πεισματικά να φορέσει κράνος.

«Σε λίγο θα μου πεις, να βάλω και ζακέτα!» προσπάθησε να αστειευτεί. «Έλα ρε μαμά, μη με πρήζεις. Μέχρι τη πλατεία θα πάω. Δύο βήματα είναι. Άσε με να πάρω λίγο αέρα και  μπάφιασα στη μονάδα» διαμαρτυρήθηκε, βλέποντας πως δεν είχα σκοπό να σταματήσω την μουρμούρα.

Κατάλαβα πως έπρεπε να σωπάσω. Γιατί το μόνο που θα πετύχαινα, θα ήταν καυγάς, αντί να τον πείσω. Και δεν ήθελα με τίποτα να τσακωθούμε. « Μην κάνεις έτσι ρε μάνα, τι θα πάθω σε μια τόσο σύντομη βόλτα;» προσπάθησε να με καθησυχάσει. Πράγματι, τι θα μπορούσε να συμβεί μέσα σε λίγα χιλιόμετρα; Αφέθηκα να με πείσει.  Αντί του κράνους λοιπόν, φόρεσε μια τρελή χαρά στο κεφάλι και έφυγε.

« Το δίπλωμα του θα ξέχασε το αφηρημένο μου» υπέθεσα χαμογελαστά, όταν άκουσα την μηχανή του να επιστρέφει σχεδόν αμέσως. Μόνο που αυτή την φορά γύριζε μόνος του. Η χαρά τον είχε εγκαταλείψει στο πρώτο χιλιόμετρο της βόλτας του. Που να φανταστώ, πως δύο λεπτά απ’ το φευγιό του, του είχαν στήσει καρτέρι εκείνα τα χρονικά κενά, που συγκρούουν αταίριαστες συγκυρίες και προκαλούν  επιτόπου το χάος. Πώς να υποθέσω, ότι μια σέκτα σκοτεινών δευτερολέπτων, βρέθηκαν στο διάβα του παιδιού...

Ένας θόρυβος από βογγητά και γρήγορα βήματα, με έκαναν να βγω στο κλιμακοστάσιο τρέχοντας. Το χέρι του κάλυπτε ένα τεράστιο εξόγκωμα στη θέση του ματιού και με το ζόρι με άφησε να το τραβήξω, αφού σφάδαζε ολοφάνερα από τον πόνο.

Το αριστερό του μάτι είχε πρηστεί τόσο πολύ, που έμοιαζε με τεράστια σφιγμένη γροθιά. Του ήταν αδύνατο να το ανοίξει, για να δω μέσα. Με μασημένα λόγια προσπαθούσε να μου εξηγήσει τι συνέβη. Μου είπε ότι, όπως έτρεχε με τη μηχανή, ένα έντομο, ένα κάτι, δεν ξέρει τι, τον χτύπησε με φόρα στο μάτι.. Μέσα σε ένα πεντάλεπτο, το πρήξιμο είχε διπλασιαστεί, πολλαπλασιάζοντας επί χίλια τον πανικό μου. Το μάτι του δεν φαινόταν καθόλου πλέον..  

  Χωρίς δεύτερη σκέψη,  μπήκαμε στο αυτοκίνητο  με προορισμό το 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, αφού μόνο σε αυτό μπορούν να απευθυνθούν οι φαντάροι. Θεωρούσα ότι ο πόνος που τον βασάνιζε μέχρι να φτάσουμε, πρέπει να ήταν αβάσταχτος, έτσι όπως χτυπιόταν. Και ήταν λογικό, αφού δεν υποψιαζόμουν τι θα επακολουθούσε. Ακόμη και τώρα που τα θυμάμαι, μου κόβεται η ανάσα όπως και τότε. Μόλις τελειώσαμε τα διαδικαστικά για τον φάκελο του, τον ανέλαβε μια δίμετρη αγέλαστη γυναίκα, μια χειρούργος οφθαλμίατρος με βαθμό ταγματάρχη.  Για καλή μου τύχη και παρά τους αυστηρούς κανονισμούς του νοσοκομείου, μου επέτρεψαν να παραμείνω μαζί του στο εξεταστήριο. Πολύ σύντομα όμως, θα καταλάβαινα το γιατί.

  «Πως το έπαθες αυτό ρε φαντάρε;» τον ρώτησε, εξετάζοντας το μάτι του στα διάφορα μηχανήματα. 

«Δεν ξέρω ακριβώς» της απάντησε. «Κάτι χτύπησε στο μάτι μου ενώ  έτρεχα με τη μηχανή»

 Η γιατρός συνέχισε τον έλεγχο για αρκετή ώρα χωρίς να ρωτήσει κάτι άλλο. Μα και όταν τέλειωσε την εξέταση, άργησε βασανιστικά να μιλήσει. Μου φάνηκε πως δίσταζε. Σαν να δυσκολευόταν να μας πει την διάγνωση της. Μίλα, να πάρει η ευχή, μίλα! φώναξα από μέσα μου έτοιμη να εκραγώ. Η επιδείνωση του Αλέξανδρου ήταν ραγδαία.

«Κοιτάξτε» άρχισε να λέει κομπιάζοντας. «Αυτό που βλέπω είναι ένα λιωμένο έντομο επάνω στο επιθήλιο του ματιού. Πιθανότατα ήταν μεγάλο και για αυτό άφησε τόσα κατάλοιπα. Κατάλοιπα τα οποία πρέπει να βγουν οπωσδήποτε και άμεσα, διαφορετικά θα χάσει το μάτι του από μόλυνση. Για αυτό επείγει να ξύσω τη μεμβράνη του ματιού  τώρα, για να τα αφαιρέσω» μας εξήγησε και με έπιασε σύγκρυο,  καθώς την είδα να πιάνει μια σύριγγα.

«Αλλά δεν πρέπει να παίξεις καθόλου τα βλέφαρα . Αν τρυπήσω το μάτι κάθετα με τη βελόνα, πάει το μάτι.» απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο, πλησιάζοντας την βελόνα στο μάτι του.

Χίλιες βελόνες με τρύπησαν.. Τι είπε η τύπισσα; Πώς να μην παίξει το μάτι κι ειδικά όταν σου το ξύνουν με μια βελόνα; Ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά κι εγώ κράτησα την ανάσα μου, με την αγωνία να σφυροκοπάει τους κροτάφους μου.  Η δική του αγωνία και ο πόνος όμως, δεν τον άφησαν να αντέξει πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα.  Ξαφνικά πάνιασε και έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο Αλέξανδρος θα λιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή. Η ταγματάρχης τον κοίταξε, άφησε την βελόνα στον πάγκο και σηκώθηκε όρθια. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος μου με μηχανικές κινήσεις, όπως των ρομπότ.

«Συνέφερε τον κι έρχομαι.» μου είπε άχρωμα κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της. 

Στα τσακίδια, σκύλα, την έβρισα μέσα απ’ τα δόντια και κινήθηκα αστραπιαία προς τον Αλέξανδρο, που έγερνε ήδη στην καρέκλα. Του έβαλα τις φωνές και τον τράβηξα προς τον καναπέ που υπήρχε παραδίπλα.. Άρχισα να τον βρέχω με νερό και οινόπνευμα, ταρακουνώντας τον και μιλώντας του δυνατά. Ώσπου να τον δω να συνέρχεται, έχασα  τουλάχιστον μια πενταετία από την ζωή μου. Μόνο που η ανάκτηση των αισθήσεων του, κουβαλούσαν μέσα τους και μια τεράστια άρνηση.

«Εγώ αυτή την φρίκη δεν την ξαναπερνάω κι ας γίνει ότι θέλει» μου είπε ξεψυχισμένα και απελπίστηκα κοιτάζοντας το μάτι του. Η όψη του ήταν φριχτή και κατά πολύ χειρότερη από πριν. Πραγματικά δεν ήξερα τι να τον συμβουλέψω. Πως προτρέπεις κάποιον να αντέξει την φρίκη και μάλιστα όταν ο ίδιος δεν αντέχεις ούτε να βλέπεις;  

Δεν ξέρω πόση ώρα περιμέναμε την επιστροφή της γιατρού, αλλά ήξερα ότι αργούσε για να μου δώσει χρόνο να μεταπείσω την αναμενόμενη άρνηση του.  Η αναμονή, ο πόνος και η επιδείνωση του, μας έκανε κουρέλια..

 Κάποια στιγμή εμφανίστηκε επιτέλους, κι έπιασε καινούρια βελόνα. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει χωρίς καμία προσπάθεια από μέρους μου. Καταλάβαινε πως η κατάσταση του, δεν του επέτρεπε να αρνηθεί. Η βελόνα πλησίασε κι εγώ κοκάλωσα κοιτάζοντας την διαδικασία, δίχως να παίζω βλέφαρο.  Φοβόμουν πως αν τα κουνούσα, θα του έκανα κακό..

« Τελειώσαμε Αλέξανδρε. Οφείλω να παραδεχτώ ότι ήσουν άψογος» την άκουσα να λέει σε κάποια στιγμή και τινάχτηκα. Το ρολόι στον τοίχο, έδειξε πως είχε περάσει μόνο ένα τέταρτο, αλλά εγώ νόμιζα πως γύρισα από άλλους χρόνους.

«Ακούστε προσεκτικά κυρία», στράφηκε έπειτα σε μένα « Θα μου τον φέρετε πάλι αύριο την ίδια ώρα για να συνεχίσουμε. Πήγε πολύ καλά, αλλά έχουνε μείνει  μερικά ακόμη στίγματα. Δεν γίνεται όμως να βγουν σήμερα. Δεν πρέπει να πληγώσω πιο βαθιά το μάτι του, από όσο έχω ήδη πάει. Αν πονάει θα πάρει τα παυσίπονα που σας γράφω, αλλά το σημαντικότερο όλων, είναι πως πρέπει απαρέγκλιτα να του βάζετε τα κολλύρια όπως σας τα γράφω» μου εξήγησε απλώνοντας το χέρι με τις οδηγίες και την συνταγογράφηση.

«Επαναλαμβάνω, δεν πρέπει να παραλείψετε ούτε μια δόση μέχρι αύριο που θα ξανάρθετε. Το μάτι του είναι γυμνό. Δεν έχει επιθήλιο πλέον. Τουτέστιν είναι απροστάτευτο από μολύνσεις και επιπλέον δεν θα βλέπει καλά.  Τα κολλύρια είναι αναπλαστικά και αντιβιοτικά, προς αποφυγή των μολύνσεων. Μπορείτε να φύγετε τώρα» είπε  και σηκώθηκε όρθια.

 Βγήκαμε έξω. Ο Αλέξανδρος κρατούσε το μάτι του κι εγώ τα δάκρυα μου. " Μην το ανοίξεις καθόλου στο φως του ήλιου" του συνέστησε η γιατρός, λες και μπορούσε να το ανοίξει. Μπήκαμε στο αμάξι και βγήκαμε στον δρόμο.  Δυστυχία μου.. Το επαπειλούμενο κυκλοφοριακό έμφραγμα της λεωφόρου Κατεχάκη, δεν είχε αποφευχθεί τελικά. Η Κατεχάκη είχε πάθει ανακοπή και δεν κινούνταν τίποτα. Ούτε υπήρχε έξοδος διαφυγής στο σημείο όπου  βρισκόμασταν. Γιατί αν υπήρχε, θα τον γύριζα επιτόπου πίσω... 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένα ποίημα, μια ιστορία

Μια ιστορία για λίγους.

Αντίστροφη μέτρηση.