"Μια συνηθισμένη γυναίκα "

 



    Το ελαφρύ αναισθητικό κολλύριο που του έριξε η γιατρός για την απόξεση του ματιού, έχασε την ισχύ του σχεδόν αμέσως. O πόνος του πρέπει να ήταν τρομακτικός.  Ούτε όταν ήταν μικρός και επέστρεφε από το παιχνίδι με ανοιγμένο το κεφάλι, δεν αντιδρούσε  έτσι.. Ο Αλέξανδρος χτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα του αυτοκινήτου, σαν το αφηνιασμένο άλογο. Μούγκριζε και κουνούσε βίαια το κορμί του μπρος πίσω, κοπανώντας την πλάτη του δυνατά στο κάθισμα. Με έπιασε τρέλα. Ένιωσα εντελώς άχρηστη. Γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, εκτός απ’ το να οδηγώ με κολλημένη την κόρνα, προσπαθώντας να ανοίξω δρόμο. Αδύνατον όμως..

  Το σημειωτόν μιας ολόκληρης βασανιστικής ώρας, κατέληξε επιτέλους  στην πρώτη πλατεία απ’ τις τρεις, που υπήρχαν  στην διαδρομή μας. Μπήκα αλλόφρων στο πρώτο φαρμακείο που συνάντησα, για να αγοράσω τα παυσίπονα που μας είχε συστήσει η γιατρός.

 Φτάσαμε σπίτι. Ο Αλέξανδρος ξάπλωσε κι εγώ ανέλαβα  τον ρόλο ενός ιδιότυπου βασανιστή. Ενός βασανιστή που  στάλαζε κάθε μισή ώρα, την φρίκη στο μάτι του παιδιού του. Κάθε φορά που του έριχνα τα κολλύρια, ενεργοποιούσα τον πόνο και ακύρωνα την δράση των αναλγητικών. Μέχρι να ηρεμήσει λίγο, έρχονταν η σειρά του επόμενου μισάωρου. Νύχτωσε. Ήρθαν μεσάνυχτα. Τα μάτια μου είχαν στενέψει από το κοίταγμα του λεπτοδείκτη. Εκεί εγώ. Να συνεχίζω τις νοερές ικεσίες και το αδιάκοπο πήγαινε-έλα, με τα μπουκαλάκια στα χέρια. Μια ολόκληρη τρομερή νύχτα, χωρίς να νιώσω  ούτε μια φορά, ένα χέρι παρηγοριάς στον ώμο μου.

   Ένα βασανιστικό μέχρι το τελευταίο λεπτό του εικοσιτετράωρο, που κραύγαζε την απουσία του Περικλή, του συζύγου και πατέρα του Αλέξανδρου. Ούτε ένα « πήγαινε να ισιώσεις λίγο, θα μείνω εγώ δίπλα του» δεν βγήκε απ’ το στόμα του, σακατεύοντας για πολλοστή φορά το μέλλον της συνύπαρξης μας και την ύπαρξη μου.

  Μια ώρα πριν απ’ την λήξη της διορίας που μας είχε δώσει η γιατρός, έδωσα  δυό δυνατά παυσίπονα στον Αλέξανδρο και ξεκινήσαμε, παίρνοντας μαζί και τις εξαγριωμένες διαθέσεις μου. Αυτή την φορά δεν θα δεχόμουν να μας διώξουν από το νοσοκομείο, ακόμη κι αν με πυροβολούσαν. Θα απαιτούσα να μείνει μέσα, για θεραπεία και παρακολούθηση.   

 Η γιατρός είχε ενημερώσει ότι μας περίμενε κι έτσι περάσαμε αμέσως μέσα, χωρίς διαδικαστικά και καθυστερήσεις. Ο εξουθενωμένος Αλέξανδρος κάθισε στην γνώριμη πια καρέκλα, με την γιατρό πίσω από το μηχάνημα. « Κάνατε καλή δουλειά. Το επιθήλιο έχει θεαματική βελτίωση. Αλλά δυστυχώς πρέπει να το αφαιρέσω πάλι» είπε μετά από ένα λεπτό κι έπιασε μια καινούρια βελόνα.  

Ο Αλέξανδρος έσφιξε τα χείλια, ενώ οι κόμποι του άσπρισαν από το σφίξιμο και την αυτοσυγκέντρωση, για να μην παίξει τα βλέφαρα. Εγώ πρέπει να άσπρισα ολόκληρη. Ένιωσα ότι   πνίγομαι , σαν να μου στέρησαν ξαφνικά το οξυγόνο.

«Τα καταφέραμε» την άκουσα να λέει έπειτα από δέκα λεπτά. « Μπράβο αγόρι μου, είσαι σπουδαίος. Τα κατάλοιπα αφαιρέθηκαν όλα, αλλά δεν σε αφήνω να φύγεις σήμερα. Θα μείνεις πέντε μέρες μέσα, για να παρακολουθήσουμε τη φλεγμονή» συμπλήρωσε εγκάρδια. «Εσείς, θα πάρετε κάρτα παραμονής και εισόδου, για να μείνετε μαζί του και να έρχεστε όποτε θέλετε, ώστε να συνεχίσετε την αγωγή που σας έδωσα χθες. Πηγαίνετε στο γραφείο κινήσεως να σας την δώσουν» απευθύνθηκε έπειτα σε μένα, δίνοντας μου ένα χαρτί.

Ήθελα να βάλω τα κλάματα από την ανακούφιση και τις τύψεις. Δεν έπρεπε να αγανακτήσω μαζί της χθες. Η αγέλαστη ταγματάρχης, αποδείχθηκε άριστη επιστήμων και άνθρωπος. Το πενθήμερο  της νοσηλείας του Αλέξανδρου, περιλάμβανε ατελείωτο ξενύχτι και ταλαιπωρία.. Αλλά αυτά δεν ήταν τίποτα, μπροστά στην αδυσώπητη ανυπαρξία του Περικλή. Ο Περικλής, ο άνθρωπος μου και πατέρας του Αλέξανδρου,  ήρθε να δει τον γιο του, μοναχά για δύο ώρες κι αυτές μοιρασμένες ισόποσα, σε δύο ωριαία και τυπικά επισκεπτήρια. 

Ο λόγος που ήρθε, ήταν για μένα, γνωστός πλέον. Ο Περικλής είχε έρθει, για να εμπλουτίσει την συλλογή του από στερεότυπα, εκτός από το χρέος του. Μια συλλογή που ανατροφοδοτούσε κατά περίπτωση, για να αντλεί από εκεί δικαιολογίες, αν και όποτε τον στρίμωχνα.. 

 «Μα πως, δεν θυμάσαι που ήρθα κι εγώ εκεί μια φορά;» «Μα όχι, αφού πήγαμε και μαζί  μια φορά» « Λάθος κάνεις, ήρθα κι εγώ μία φορά στον πατέρα σου» Όλα μία φορά, όλα σε δείγμα, παραπάνω δεν είχε..

Δεν προλαβαίνω να ανεβάσω άλλες πικρές μνήμες και τα μάτια μου στέλνουν στον εγκέφαλο μου τον πανικό. Μια νέα  συμφορά έρχεται καταπάνω μας. Η κακοτυχία μας είχε στήσει καρτέρι, στα μέσα της διαδρομής. Ένα μπλόκο από ασύνταχτα δευτερόλεπτα-σαν εκείνα που βρέθηκαν στο διάβα του Αλέξανδρου τότε- βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα.

«Όχι, ρε γαμώτο!!!» φωνάζει το παιδί.

«Όχι, Θεέ μου!!!» φωνάζω κι εγώ την ίδια στιγμή.

 Μα όσο κι αν φωνάζουμε εμείς, το αναπόφευκτο, μας περιμένει αμείλικτο. Γιατί κανένα όχι και καμία έκκληση σε κανένα Θεό, δεν εμπόδισε τον άχρηστο οδηγό του Passat, να στρίψει και να μας κλείσει το δρόμο..

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένα ποίημα, μια ιστορία

Μια ιστορία για λίγους.

Αντίστροφη μέτρηση.